- κικινελαΐνη
- ἡ(βιοχ.) γλυκεστερικός εστέρας τού κικινολεϊκού οξέος ο οποίος αποτελεί το κύριο συστατικό τού κικινελαίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κικινέλαιο — Λιπαρό έλαιο, σχεδόν άχρωμο και άοσμο, με δυσάρεστη γεύση, το οποίο λαμβάνεται από το φυτό ρετσινολαδιά (ρίκινος ο κοινός). Έχει μεγάλο ιξώδες ειδικό βάρος 0,96 0,97 gr/cm3 και είναι διαλυτό στην απόλυτη αλκοόλη, στον αιθέρα, στο χλωροφόρμιο κ.α … Dictionary of Greek
ρικινελαΐνη — η, Ν χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης κικινελαΐνη … Dictionary of Greek